Εγχειρίδιο Βλακείας – Διονύσης Χαριτόπουλος

(…) (σ.σ. χωρίζονται οι άνθρωποι) σε δύο βασικές κατηγορίες: στους έξυπνους και στους βλάκες. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δέυτερη δεν το ξέρουν.

29.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη «κανονικής κατανομής» (ή «καμπύλη Gauss», από το όνομα του γερμανού μαθηματικού) η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χα ρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλάκων* σε κάθε κοινωνική ομάδα- ο ένας στους τέσ σερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο- όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. Αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι πως όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων είναι και μεταξύ των πανε πιστημιακών.

*Το υπόλοιπο ποσοστό στη συγκεκριμένη μέ θοδο μέτρησης είναι 25% έξυπνοι και 50% με μέσο όρο νοημοσύνης.

30.
Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο (αλκοολισμός, βροχοπτώσεις, ανεργία κ.λπ.) τόσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν με ακρίβεια όλες τις πτυχές του (λέγεται ότι οι Εσκιμώοι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό). Μια ισχυρή ένδειξη για το πόσο αισθητή είναι η κοινωνική παρουσία των βλακών, άρα και το ποσοστό τους, είναι ο εκπληκτικός πλούτος λέξεων για τον χαρακτηρισμό τους από την αρχαία ως τη σύγχρονη και τη νεανική ευρηματικότητα: νωθρός, άνους, μωρός, μώλυς, ευήθης, αμβλύς, βληχρός, αβδηρίτης, χαύνος, χάσκας, πελελός, αναίσθητος, αμβλύτης, νώθειος, άφρων, αμαθής, άσκεφτος, αερολόγος, κόρυζα, ζωντανό, ζωντόβολο, κουτορνίθι, κωθώνι, μάπας, βλάκας (με περικεφαλαία), πανίβλακας, ανόητος, ελαφρύς, γελοίος, μπουνταλάς, μπούφος, μπαρούφας, μπούρδας, χάνος, ψάρι, βλήμα, σερσέμης, χαϊβάνι, πίπιζας, τούβλο, ντουβάρι, χαλβάς, χάχας, κούτσουρο, μούσμουλο, χοντροκέφαλος, στενό μυαλος, ελαφρόμυαλος, ορνιθόμυαλος, μωροπίστευτος, φυγόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος, σκατοκέφαλος, σαχλαμάρας, αφελής, κοίμησης, κοιμισμένος, νυχτωμένος, ύπνος, απτάλης, αχμάκης, ζευζέκης, στούρνος, στουρνάρι, πίτουρας, χάπι, χάπατο, φιόγκος, φύκι, κολοκύθας, κεφάλας.

31.
Και: στόκος, κάλος, μπάμιας, φελλός, καθυστερημένος, σκατόμυαλος, κοκορόμυαλος, ζαβός, ηλίθιος, λειψός, κλούβιος, θέατρο, κουτεντές, κουτούλιακας, στραβάδι, ντιπ (ντιπ για ντιπ), βραδύνους, σκράπας, αγαθός, αγαθιάρης, αγαθοκλής, αγαθοψώλης, αγαθομούνα, μικρόμυαλος, μικρονοϊκός, μυγοχάφτης, απόμωρος, ζαβλακωμένος, θεόκουτος, νταμάρι, ζώο, βόδι, μοσχάρι, κρέας, σαχλός, σαχλαμπούχλας, τρίχας, φάβας, χαζοχαρούμενος, άχυρο, χαμένος, χαζοβιόλης, μουρόχαβλος, κλαπανάρας, κρετίνος, αποβλακωμένος, παρμένος, μύωψ, κορόιδο, πατάτας, πιλάφας, καζάνας, τουφεκαλεύρης, ξυλοσχίστης, ρόζος, ανεγκέφαλος, πτηνοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, μπουσδούκος, μπουζουκοκέφαλος, νούμερο, γκαβός, κόπανος, μέτριος, λίγος, ανίκανος, ανεπαρκής, χύμα, σκόρπιος, καδρόνι, ανερμάτιστος, γκαφατζής, μηδέν, τίποτα, μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, μπαγλαμάς, πλημμύρας, παπάρας, παπαρόπουλος, κώτσος, όρνιο, πρόβατο, κοκωβιός, κότα, χήνα, κλώσα, βλαμμέ νος, βλακόμουτρο, βλακέντιος, τενεκές, βλήτο, ούφο, βούρλο, μόγγολο, Νταού, χόρτο, φυτό, μπάζο, Γκαούρ, Γκούφι, γκαγκά, γκάου, κουλός, γεια σου, φλοπ, και το λεξιλόγιο διαρκώς εμπλουτίζεται.

32.
Εννοείται ότι κορωνίδα όλων είναι η πολυσήμαντη και κάτω από κάθε γλώσσα λέξη μαλάκας (το επίθετο μαλακός είναι συγγενές του βλάκας) και εμφαντικά πολύ μαλάκας ή ένας μαλάκας και μισός ή βαρύς μαλάκας ή πολλά κιλά μαλάκας για τις ιδιάζουσες περιπτώσεις. Συν τα παράγωγα της μαλακοπίτουρας, μαλακοκαύλης, μαλακαντρέας, μαλακόπτηνος, μαλακόβιος, μαλακιστήρι, μαλακοφέρνει, μαλακοδείχνει, αρχιμαλάκας, αρχοντομαλάκας, χαζομαλάκας, χοντρομαλάκας, μαλακοκυριλές, λεβεντομαλάκας, μαλάκας-κλάσικ, και τα ομοειδή πεοκρούστης, ψωλοβρόντης, τρόμπας, μινάρας, παπαροπλημμύρας. Η αξεπέραστη λέξη μαλάκας αποδίδει εναργέστατα την καθ’ έξη ροπή του βλάκα σε βλακώδεις ενέργειες ή την αυτοϊκανοποίηση του βλάκα που κά θε φορά νομίζει ότι κάτι πέτυχε. Και σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην έννοια της βλακείας, αλλά αποδίδει και μια ορισμένη μομφή για κάποια μικρή ή μεγάλη απρέπεια, ότι πέρασες τα εσκαμμένα- τα λεγόμενα «μαλακία έκανες», «κόφ’ τις μαλακίες», «δεν μπορώ τις μαλακίες» είναι και μια επαναφορά στην τάξη.

44.
Στα χρόνια της γυναικείας καταπίεσης, οι γυναίκες μηχανεύονταν χίλιους δυο τρόπους για να φέρουν βόλτα τον σατράπη σύζυγο. Η βασική συνταγή ήταν έτοιμη από τις παλιότερες: «κάνε τον βλάκα», «άσ’ τον να λέει», «μην απαντάς», «θα πει, θα πει, θα του περάσει», «θα σκούξει και θα σκάσει». Τα καθημερινά τερτίπια συμβίωσης ήταν στο ίδιο μοτίβο: όταν χυνόταν λίγος καφές από το φλιτζάνι στο πια τάκι του τύραννου αναφωνούσαν αμέσως «λεφτά» για να γλιτώσουν την αγριάδα, ενώ για το κρασί που χύθηκε απ’ το ποτήρι «γούρι γούρι», επίσης για να διασώσουν την καλή διάθεση του τραπεζιού ή να αποφύγουν τα ντράβαλα έφταιγαν δεν έφταιγαν. Για να του ζητήσουν κάτι έπρεπε να τον πιάσουν «στις καλές του» ή «στο κρεβάτι». Και πάντα να του υποβάλουν την ιδέα πλαγίως, έτσι που να νομίζει ότι είναι δική του: «ό,τι πεις εσύ», «εσύ ξέρεις», «εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού», αυτά είχαν κάτω από τη γλώσσα τους- κορδωνόταν ο κάπρος και έκανε αυτό ακριβώς που ήθελαν. Έτσι προωθούσαν τις υποθέσεις του σπιτιού και κρατούσαν τη ρότα της οικογένειας.

47.
Στα ερωτικά λειτουργεί διαφορετικά.
Ένας ελαφρύς άντρας, όσο εμφανίσιμος κι αν είναι, απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σι γουριάς∙ εκτός αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντι θέτως, μια νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση: την έχουν την τάση οι άντρες να μασάνε στην «αθωότητα» και τα μπεμπεκίσματα, συν την εντύπωση ότι με αυτό το πλάσμα θα κρατάνε τα γκέμια (μέγα λάθος). Όπως αυτοσαρκαζόταν κάποιος παθών, «όλοι μια Παναγία παντρευτήκαμε». Γενικώς, στα ερωτικά οι γυναίκες ψάχνουν τα μεγάλα, οι άντρες τα μικρά και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί (όταν το συναίσθημα ξεχειλίζει, «ξεμυαλίζονται» και οι μυαλωμένοι, πόσο μάλλον αυτοί που δεν τους περισσεύει). Με τη διαφορά ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την πηδήξουν θέλουν να την παντρευτούν.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Εγχειρίδιο Βλακείας» του Διονύση Χαριτόπουλου.

o-klooun.com